Η ΜΕΡΑ ΗΤΑΝΕ ΓΙΟΡΤΗ




Η μέρα ήτανε γιορτή.

  Ράθυμα σηκωθήκαμε κι οι δρόμοι μας χωρίσαν.

  Εκείνη πήγε στη κουζίνα κι εγώ στάθηκα μπροστά στο παράθυρο. Κοιτούσα τα φουσάτα των απείθαρχων, τον ήλιο των σαλτιμπάγκων, τη θάλασσα των πλαστικών κυμάτων και της ανάδρασης.
  Στη κουζίνα ακούστηκε ο αποχυμωτής να παίρνει μπρος και ήχος από πιάτα.
  Υπάρχουμε γιατί αγνοούμε την ανυπαρξία. Βρίσκουμε το κουράγιο να ζούμε, εξωραΐζοντας το θάνατο με φιλοσοφικές, μεταφυσικές σαχλαμάρες. Ζω σημαίνει ακούω τον αποχυμωτή, μυρίζω το σοταρισμένο κρεμμυδάκι και το γεύομαι, ακουμπώ το παγωμένο τζάμι και βλέπω τον ήλιο να παιχνιδίζει με τα πλαστικά τα κύματα που σβύνουν στ’  ακρομόλι.
  Χασμουρήθηκα και τέντωσα τα χέρια μου.
  Οι ήχοι πίσω μου μεταφέρθηκαν στο μπάνιο.Ένα αγέρωχο κλάσιμο, γάργαρο νερό από καζανάκι και οδοντόβουρτσα που τρίβει δόντια.
  Κοίταξα το ταβάνι και το βλέμμα μου στάθηκε στις ρυτίδες της σοβαντισμένης επιφάνειας. Ασυναίσθητα έκανα συγκρίσεις ενώ δεν θάπρεπε, μιάς κι η μέρα ήτανε γιορτή. Το καζανάκι ήταν πλέον παρελθόν, τα πλυμμένα δόντια το παρόν, κι οι μασέλες το μέλλον. Σε όλη αυτή τη διαδικασία το μόνο που δεν καταλαβαίνω είναι το παρόν. Αυτό που το κάνει πραγματικό είναι η ανάμνησή του. Πιστεύουμε ότι θα το ζήσουμε και το θυμόμαστε μετά. Χαζεύουμε το κουφάρι αυτού που έγινε και χαμογελούμε αυτάρεσκα. Μαλακίες !
  Φόραγα το πουκάμισό μου τη στιγμή που η ηλεκτρική σκούπα ξεκίνησε τη γενοκτονία των ακάρεων.
  Έκλεισα τα μάτια και θέλησα να μελοποιήσω το βουητό. Προσπάθησα να το ντύσω με νότες και ακόρντα μα στάθηκε αδύνατο. Χτενίστηκα μπροστά σ’ ένα καθρέφτη που κάθε πρωινό με πρόσβαλε περισσότερο και φόρεσα κολόνια.
  Συναντηθήκαμε στο χολ. Δύο διαφορετικοί κόσμοι που τους ένωσε μιά κρεβατοκάμαρα.

  Ράθυμα φιλιθήκαμε κι οι δρόμοι μας χωρίσαν.



Η μέρα ήτανε γιορτή.




     επιστροφή